- ὑπιδόμενοι
- ὑπειδόμηνview from belowaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπειδόμην — ΜΑ 1. ανακαλύπτω 2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.) αρχ. 1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω 2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek